Поиск в словарях
Искать во всех

Русско-греческий словарь (Сальнов) - ход

 

Перевод с русского языка ход на греческий

ход
ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение) 2) η εξέλιξη (развитие)9 ~ событий η πορεία των γεγονότων; в ~е переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; ~ со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в ~ βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
Рейтинг статьи:
Комментарии:

См. в других словарях

1.
  ходм1. (движение) ἡ κίνηση {-ις}, ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα {-ης} (скорость):~ поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· ~ поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний ~ κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий ~ ἡ μικρή ταχύτητα· полный ~ μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой ~ тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гусеничном ~у ἀλυσσοφόρος· пять часов ~у πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний ~ κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) ~ ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на ~у πηδώ ἐν κινήσει·2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη {-ις}, ἡ πορεία:~ мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών ~ болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· ~ вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в ~е боя στήν πορεία τής μάχης· в ~е переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων3. (вход, проход) ἡ είσοδος:парадный ~ ἡ κυρία είσοδος· черный ~ ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной ~ ἡ μυστική πόρτα·4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):ваш ~ ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на ~у (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в ~у κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом ~у αὐτά τά...
Русско-новогреческий словарь

Вопрос-ответ:

Похожие слова

Ссылка для сайта или блога:
Ссылка для форума (bb-код):

Самые популярные термины